υπόφορος

υπόφορος
-ον, Α
1. ο υποκείμενος σε φόρο
2. αυτός που έχει κοίλους πόρους
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο)-* + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ. πρβλ. ὑποφορά (< ὑποφέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόφορος — subject to tribute masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόφορον — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem acc sg ὑπόφορος subject to tribute neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφόροις — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφόρου — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφόρους — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποφόρων — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόφορα — ὑπόφορος subject to tribute neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόφοροι — ὑπόφορος subject to tribute masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՀԱՐԿԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 2 0064 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ա. ὐπόφορος, φορολόγητος qui est sub tributo, tributarius. Որ տայ հարկս կամ տուրս կարգեալս. ... *Եղիցի ամենայն ժողովուրդն հարկատուք եւ հնազանդեալք քեզ: Եղեւ նմա… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”